- Κιργισία
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας
Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936-90)
Έκταση: 198.500 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 4.822.166 (2001)
Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με το Καζακστάν, στα Δ με το Ουζμπεκιστάν, στα Ν με το Τατζικιστάν και στα Ν και ΝΑ με την Κίνα.Το ανεξάρτητο κράτος της Κ. δημιουργήθηκε το 1990 ως Δημοκρατία της Κ. και το 1993 ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα της χώρας. Μέχρι τότε αποτελούσε μία από τις σοβιετικές δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Πρόκειται για περίκλειστο και ορεινό κράτος σε μια ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή.Η Κ. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται σε 7 επαρχίες και έναν δήμο που είναι οι εξής (σε παρένθεση, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των επαρχιών και του δήμου, σύμφωνα με την απογραφή του 1999): Iσίκ Kιολ (Ysyk-Kol, Καρακιόλ, 413.149), Μπατκέν (Batken, Μπατκέν, 382.426), Nαρίν (Naryn, Nαρίν, 249.115), Oς (Osh, Oς, 1.175.998), Τάλας (Talas, Tάλας, 199.872), Tζαλάλ Aμπάντ (Jalal-Abad, Tζαλάλ Aμπάντ, 869.259), Tσου (Chu, Μπισκέκ, 770.811) και ο δήμος Mπισκέκ (Bishkek, Mπισκέκ, 762.308).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η κιργισιανή, ενώ από το 2000 αναγνωρίστηκε ως επίσημη και η ρωσική. Η κιργισιανή ανήκει στην τουρανική υποοικογένεια της αλταϊκής οικογένειας γλωσσών. Αν και η κιργισιανή επικρατεί στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην τριτοβάθμια χρησιμοποιείται κυρίως η ρωσική. Το 52% του πληθυσμού είναι Κιργίσιοι, το 18% Ρώσοι και το 13% Ουζμπέκοι. Επίσης, είναι εγκατεστημένοι στη χώρα αρκετοί Ουκρανοί, Γερμανοί και Τάταροι.Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1993 τη νομοθετική εξουσία ασκεί το ανώτατο συμβούλιο του κράτους που απαρτίζεται από 105 μέλη και χωρίζεται σε δύο σώματα. Το ένα αποτελείται από 60 μέλη (νομοθετική συνέλευση) και το άλλο από 45 μέλη (λαϊκή συνέλευση). Η λαϊκή συνέλευση συνεδριάζει δύο φορές τον χρόνο και ασχολείται με περιφερειακά θέματα. Τα μέλη των δύο σωμάτων εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία για θητεία 5 ετών. Ο πρόεδρος της χώρας εκλέγεται απευθείας από τον λαό για 5 χρόνια και δεν μπορεί να υπερβεί το όριο των δύο διαδοχικών θητειών. Ο πρωθυπουργός και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου ορίζονται από τον πρόεδρο.Πρόεδρος της χώρας από το 1990 είναι ο Ασκάρ Ακάγιεφ. Η θητεία του ανανεώθηκε για τελευταία φορά το 2000, εκλεγόμενος με ποσοστό 74%. Σημαντικά κόμματα θεωρούνται η Ένωση Δημοκρατικών Δυνάμεων, το Κομουνιστικό Κόμμα και το κόμμα Η χώρα μου. Οι περισσότεροι βουλευτές εκλέγονται ως ανεξάρτητοι χωρίς επίσημη κομματική σχέση λόγω του εκλογικού συστήματος.Η δικαστική εξουσία ασκείται από το ανώτατο δικαστήριο, το διαιτητικό δικαστήριο και το συνταγματικό δικαστήριο. Τα μέλη τους ορίζονται από το ανώτατο συμβούλιο –ύστερα από σχετική πρόταση του προέδρου– για θητεία 10 ετών. Στην επόμενη βαθμίδα βρίσκονται τα ανώτερα δικαστήρια (εφετεία) και τα περιφερειακά δικαστήρια.Το 70% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι σουνίτες. Οι Ρώσοι που κατοικούν στη χώρα είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και υπάγονται στη Ρωσική ΕκκλησίαΗ στοιχειώδης και μέση εκπαίδευση είναι υποχρεωτική· το εκπαιδευτικό σύστημα προβλέπει σχολεία κατώτατης παιδείας με φοίτηση 4 ετών και κατώτερης μέσης με φοίτηση 5 ετών. Οι σπουδαστές μπορούν να συνεχίσουν σε σχολές ανώτερης μέσης γενικής εκπαίδευσης με φοίτηση 2 ετών και σε άλλες εξειδικευμένες σχολές, με φοίτηση 2 έως 4 ετών. Υπάρχουν δύο πανεπιστήμια στη χώρα και άλλα ανώτατα ιδρύματα. Το ποσοστό αναλφαβητισμού ανέρχεται στο 3%.Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούν περίπου 10.000 άνδρες (2001) που υπηρετούν στον στρατό ξηράς και στην πολεμική αεροπορία. Επιπλέον, υπάρχουν 5.000 συνοριακοί φρουροί (παραστρατιωτική δύναμη). Η στρατιωτική θητεία διαρκεί 18 μήνες. Η Κ. συμμετέχει στο πρόγραμμα του ΝΑΤΟ, Συμμαχία για την ειρήνη.Οι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται εφόσον συμπληρώσουν το 60ό (οι άνδρες) ή το 55ο (οι γυναίκες) έτος της ηλικίας τους. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα που εμφανίστηκαν λόγω των οικονομικών ανακατατάξεων στη χώρα, δημιουργήθηκε ένα συνταξιοδοτικό ταμείο και ένα ταμείο εργασίας· επίσης προβλέπεται δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.Η Κ. είναι μια ορεινή χώρα, η οποία περιβάλλεται από ερήμους. Το 94% της χώρας είναι ορεινό, με μέσο υψόμετρο τα 2.750 μ.· περίπου το 40% των εδαφών βρίσκονται ψηλότερα από τα 3.000 μ. και τα τρία τέταρτα από αυτά είναι μονίμως καλυμμένα από χιόνια και παγετώνες. Το ογκώδες ορεινό σύστημα Tιέν Σαν καταλαμβάνει περίπου το 90% των εδαφών της χώρας και τη διασχίζει από τα Δ προς τα Α, εκτεινόμενο επί 3.000 χλμ. ενώ συνεχίζει στο εσωτερικό της Κίνας. Το πλάτος του ορεινού συστήματος κυμαίνεται από περίπου 350 χλμ., στο κεντρικό τμήμα, έως 480 χλμ. στις ανατολικές και δυτικές παρυφές του.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του εδαφικού αναγλύφου της Κ. είναι η αλληλοδιαδοχή υψηλών οροσειρών αλπικού χαρακτήρα και ενδο-ορεινών κοιλάδων και λεκανών. Οι οροσειρές είναι απόκρημνες και οι κορυφογραμμές τους καλύπτονται από παγετώνες. Αρκετές κορυφές ξεπερνούν τα 4.000 μ., μερικές ακόμη και τα 5.000 μ.· στο βόρειο τμήμα της χώρας υψώνεται η οροσειρά της Κ. (όρη Κιργιστάν), με μέγιστο υψόμετρο τα 4.875 μ., που σχηματίζει τμήμα των συνόρων με το Καζακστάν, και οι Tάλας, Kουνγκέι Aλατάου και Tερσκέι Aλατάου· στη νοτιοανατολική πλευρά βρίσκεται η οροσειρά Kοκσάαλ Tάου με ψηλότερη κορυφή εκείνη της Nίκης (Πικ Πόμπεντι) στα 7.439 μ. και τη δεύτερη σε ύψος κορυφή με 5.982 μ. Στο δυτικό τμήμα της χώρας βρίσκεται η οροσειρά Tσατκάλ, με ψηλότερη κορυφή στα 4.503 μ., στο κεντρικό η Φεργκανά, με μέγιστο ύψος τα 4.940 μ., και στο νότιο τμήμα η Aλάι Zααλάι, με υψηλότερο σημείο τα 5.880 μ. Οι οροσειρές αυτές απομονώνουν τους πληθυσμούς του βόρειου και του νότιου τμήματος, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες, αφού ο μοναδικός μεγάλος δρόμος που συνδέει τα κύρια αστικά κέντρα περνά ανάμεσα από βουνά και περάσματα που αντιστοιχούν σε υψόμετρο περίπου 3.000 μ.
Ανάμεσα στα ορεινά συστήματα παρεμβάλλονται καταβυθισμένες κόγχες, με σημαντικότερες αυτή της λίμνης Iσίκ Kιολ στο Tιέν Σαν και της κοιλάδας Φεργκανά στην ένωση Tιέν Σαν και Παμίρ.
Η κοιλάδα Φεργκανά, που έχει μήκος 300 χλμ., πλάτος 100 χλμ. και ελλειπτικό σχήμα, αποτελεί μια γιγαντιαία ορεινή όαση, πλούσια σε νερά, που εκτείνεται μεταξύ Κ., Τατζικιστάν και Ουζμπεκιστάν. Εκτός των αστικών κέντρων, το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς της καταλαμβάνουν οι βαμβακοκαλλιέργειες, οι αμπελώνες και οι λαχανόκηποι που αρδεύονται με ένα εκτεταμένο δίκτυο διωρύγων.
Η διάταξη των κοιλάδων και των υψιπέδων σε διαφορετικά επίπεδα ευνόησε από τους αρχαίους χρόνους έναν τύπο ποιμενικής ζωής όπου εναλλάσσονται οι ορεινοί βοσκότοποι με χειμερινές ανάπαυλες στα βαθύπεδα. Σε σχετικά πρόσφατες εποχές, όμως, οι ανθρωπολογικές και οικονομικές συνθήκες τροποποιήθηκαν εν μέρει με τις αλλαγές που επέφερε ο άνθρωπος σε ένα τόσο τραχύ φυσικό περιβάλλον. Η ίδρυση των γεωργικών-ποιμενικών κολχόζ και σοβχόζ κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης αντικατέστησε έως έναν βαθμό τη νομαδική με τη μόνιμη εγκατάσταση.Το κλίμα της χώρας είναι ηπειρωτικό με μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας, όχι μόνο ανάμεσα στα υψίπεδα και στα πεδινά αλλά και κατά τη διάρκεια της μέρας. Εκτός από την υψομετρική διαφορά, οι κλιματικές συνθήκες επηρεάζονται και από τη μεγάλη απόσταση της Κ. από τη θάλασσα. Τους χειμερινούς μήνες οι περιοχές με χαμηλό υψόμετρο εν μέρει επηρεάζονται από τα θερμά ρεύματα της ερήμου, αλλά οι έρημοι που βρίσκονται στα μεγαλύτερα υψόμετρα είναι πάντα ψυχρές. Η θερμοκρασία πέφτει υπό του μηδενός για περίπου 40 ημέρες τον χρόνο, με ελάχιστες θερμοκρασίες τους –24°C, συνήθως τον Ιανουάριο, οπότε φυσούν οι ψυχροί άνεμοι της Σιβηρίας. Οι χιονοπτώσεις αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο στην πρωτεύουσα Mπισκέκ, αλλά είναι ακόμα συχνότερες στη γειτονική οροσειρά της Κ. Τα πρωινά των πιο κρύων μηνών παρατηρούνται ομίχλη και καταχνιά, που διαλύονται κατά το μεσημέρι. Το Mπισκέκ είναι συχνά καλυμμένο από ομίχλη, ενώ στον ορίζοντα διακρίνονται καθαρά οι ηλιόλουστες πλαγιές των ψηλών γειτονικών βουνών. Από τα τέλη Ιουλίου μέχρι τα μέσα Αυγούστου η μέση θερμοκρασία μετά το μεσημέρι είναι 32°C και η ανώτατη περίπου 40°C.
Στην κοιλάδα του Τσούι ο χειμώνας είναι αρκετά ψυχρός και το καλοκαίρι θερμό και ξηρό. Η μέση θερμοκρασία είναι –6°C τον Ιανουάριο και 25°C τον Ιούλιο. Οι χειμώνες είναι ηπιότεροι στην κοιλάδα Φεργκανά και τις παρυφές της, αλλά τα καλοκαίρια είναι θερμότερα και ξηρότερα. Στις ορεινές περιοχές του Tιέν Σαν, όμως, ο χειμώνας είναι δριμύς, με μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου μεταξύ –15 και –20°C, ενώ τα καλοκαίρια είναι δροσερά, με μέση θερμοκρασία Ιουλίου μεταξύ 16 και 18°C. Η περίοδος χωρίς χιόνια διαρκεί 120-140 ημέρες στα κεντρικά της χώρας, 130-180 ημέρες στα Β και μόνο στα Ν ξεπερνά τις 200 ημέρες. Οι βροχοπτώσεις είναι περιορισμένες, με εξαίρεση τις πλαγιές ορισμένων βουνών που είναι εκτεθειμένες στους δυτικούς ανέμους. Εκεί οι ετήσιες βροχοπτώσεις κυμαίνονται κατά τόπους από 800 έως 1.500-1.600 χιλιοστά. Στις ανατολικές πλαγιές και στις λεκάνες που βρίσκονται στο κέντρο της χώρας η μέση ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 200 έως 300 χιλιοστά, ενώ στις κοιλάδες Tσούι και Τάλας είναι υψηλότερη περίπου κατά 100 χιλιοστά. Οι περισσότερες βροχές παρατηρούνται την άνοιξη και το καλοκαίρι.Τα ψηλά βουνά της Κ. μοιάζουν πολύ με τις ευρωπαϊκές Άλπεις, κυρίως στα αλπικά οροπέδια που βρίσκονται πάνω από τα 3.000 μ. Το καλοκαίρι τα οροπέδια μεταμορφώνονται σε καταπράσινα εύφορα λιβάδια με πολύχρωμα αγριολούλουδα, τα οποία περιλαμβάνουν εντελβάις, ίριδες, γαλάζια μη με λησμόνει και ανοιχτές κίτρινες πριμούλες. Στις πλαγιές των βουνών έχουν τις πηγές τους αναρίθμητα ρυάκια και ποταμοί με άφθονες πέστροφες. Όμως, η καταστροφή πολλών βιοτόπων –από την υπερβόσκηση και τα αρδευτικά έργα για την επέκταση των καλλιεργούμενων εδαφών σε βάρος των βάλτων, των στεπών και των ερήμων– έχουν θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη πολλών ειδών. Η ορεινή άγρια χήνα, ένα από τα σπάνια είδη που κατασκεύαζε τις φωλιές του στις ορεινές λίμνες, κινδυνεύει με εξαφάνιση, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται η αναπαραγωγή του λευκού πελαργού. Στη ζώνη των χαμηλών υψομέτρων εκτείνονται έρημοι, με εφήμερα φυτά και αρτεμισίες στα αργιλώδη εδάφη. Έως τα 1.200-1.300 μ. επικρατεί η βλάστηση της ημιερήμου και μέχρι τα 2.000 μ. οι ξηρές και λιβαδικές στέπες. Σε αυτά τα υψόμετρα επικρατούν θαμνότοποι και δάση με φυλλοβόλα δέντρα. Στις πλαγιές με τη μεγαλύτερη βροχόπτωση έχουν σχηματιστεί δάση με έλατα του Tιέν Σαν, ενώ στις πλαγιές του Tσατκάλ και της οροσειράς Φεργκανά υπάρχουν δάση από καρυδιές και στο Oς δάση οπωροφόρων. Από τα 2.000 έως τα 3.000 μ. η βλάστηση είναι υποαλπική με συστάδες αρκεύθου και στις υγρότερες βόρειες πλαγιές με θαμνώδη και ξυλώδη βλάστηση. Πάνω από τα 3.000 μ. εκτείνονται οροπέδια με αλπικά λιβάδια. Περισσότερο από το 40% των εδαφών αξιοποιούνται ως βοσκότοποι, περίπου το 7% καλλιεργείται και το 2% αποτελείται από λιβάδια για τη συγκομιδή του χόρτου. Περισσότερες από τις μισές καλλιέργειες είναι ποτιστικές και παράγουν κυρίως σιτάρι, αραβόσιτο, κριθάρι, βρόμη, ρύζι και κτηνοτροφικά φυτά. Στις αρδευόμενες κοιλάδες καλλιεργούνται βαμβάκι, ζαχαρότευτλο, καπνός και όπιο.
Η πανίδα στις κοιλάδες και στις δασώδεις πλαγιές των βουνών είναι μεικτή, ευρωπαϊκή και ασιατική. Περιλαμβάνει λευκές αρκούδες, πάνθηρες και λεοπαρδάλεις του χιονιού, ελάφια, δορκάδες, λύγκες, λύκους, αγριογούρουνα, ερμίνες και αίγαγρους. Στα χαμηλά υψόμετρα και στις υπώρειες των βουνών η πανίδα είναι στεπική και ερημική με αρκτόμυες και τζεϊράν. Στα βουνά ζουν πολλά είδη πτηνών, ανάμεσα στα οποία και τρία είδη γύπα και ο αλπικός κορυδαλλός. Στα ορεινά εκτρέφονται γιακ, χοίροι, κουνέλια, μια λεπτόμαλλη ποικιλία προβάτων και κατσίκες στην περιοχή Ος, καθώς και η τοπική ποικιλία αλόγων της Κ., που είναι κατάλληλα για ιπποδρομίες, για μεταφορές και μετακινήσεις, αλλά και για τροφή. Οι κάτοικοι ασχολούνται επίσης με τη μελισσοκομία, το κυνήγι, τη σηροτροφία στο Oς, και την αλιεία στη λίμνη Iσίκ Kιολ.Οι ποταμοί είναι ορεινοί και τροφοδοτούνται κυρίως από τα χιόνια και τους παγετώνες του Tιέν Σαν. Έχουν περισσότερα νερά το καλοκαίρι, αλλά δεν είναι πλωτοί. Ωστόσο είναι ορμητικοί και κατάλληλοι για την παραγωγή ενέργειας. Σε πολλούς από αυτούς έχουν κατασκευαστεί διώρυγες και τα νερά τους χρησιμοποιούνται για την άρδευση. Όσοι πηγάζουν σε χαμηλά υψόμετρα τροφοδοτούνται από πηγές (καρασού) καθώς και από τα χιόνια και τις βροχές. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί της χώρας είναι ο Nαρίν και ο παραπόταμός του Kιοκιομερέν. Ο ρους του Nαρίν βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος μέσα στην Κ. και εκβάλλει στον Σιρ Nταριά, στην κοιλάδα Φεργκανά. Στα Ν βρίσκεται ο ποταμός Kαρανταριά, με τους παραποτάμους του Kουγάρτ, Kαραουνκιούρ και Mαϊλισού. Τη νότια περιοχή διαρρέουν, επίσης, οι ποταμοί Aκμπουρά, Iσφαϊραμσάι κ.ά. Στα Β ο μεγαλύτερος ποταμός είναι ο Tσου, κατά μήκος των συνόρων με το Καζακστάν, και ο Τάλας. Το τμήμα των κοιλάδων τους προς το Καζακστάν είναι η μόνη σχετικά εκτεταμένη πεδινή έκταση σε ολόκληρη την Κ. Το Mπισκέκ, παλαιός σταθμός στις πορείες των καραβανιών στον δρόμο του μεταξιού, είναι χτισμένο στις όχθες του παραποτάμου του Τσου, Oς.
Η χώρα είναι διάσπαρτη από λίμνες, εκ των οποίων οι μεγαλύτερες είναι η Iσίκ Kιολ (6.200 τ. χλμ.) που δεν παγώνει ποτέ, η Σονγκ Kιολ με γλυκό νερό και η Tσατίρ Kιολ με υφάλμυρο νερό, που βρίσκεται σε μια βαλτώδη πεδιάδα. Η Σονγκ Kιολ εκτείνεται σε υψόμετρο 3.530 μ., στο κέντρο της χώρας, μέσα σε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον ορεινών λιβαδιών. Διαθέτει άφθονα ψάρια και από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο εγκαθίστανται στις όχθες της, με τα γιουρτ (τσόχινες σκηνές) και τα κοπάδια τους, οι βοσκοί των γύρω περιοχών. Στο Tιέν Σαν βρίσκονται επίσης πολλές μικρότερες λίμνες παγετωνικής προέλευσης.
Η Ισίκ Kιολ είναι μια κλειστή λίμνη με μήκος 170 χλμ. και πλάτος 70 χλμ. και θεωρείται η δεύτερη σε μέγεθος αλπική λίμνη του κόσμου. Το νερό της είναι υφάλμυρο καθώς εκβάλλουν σε αυτήν περίπου 80 ποταμοί και χείμαρροι, αλλά δεν αποστραγγίζεται από κανέναν. Το μέγιστο βάθος της είναι 702 μ. και το μέσο περίπου 230 μ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.600 μ., με τις χιονισμένες κορυφές των Kουνγκέι Aλατάου να δεσπόζουν στα Β και των Tερσκέι Aλατάου στα Ν. Το βόρειο τμήμα της (που είναι το πιο ρηχό, με αμμουδιές στις όχθες και καλλιέργειες σε μικρή απόσταση) συγκεντρώνει τόσο τον πληθυσμό της χώρας όσο και τον αναπτυσσόμενο τουρισμό. Η νότια όχθη είναι απότομη και πετρώδης, η δυτική γυμνή και ξηρή ενώ η ανατολική αρδεύεται επαρκώς χάρη στις βροχές που πέφτουν στα γειτονικά βουνά. Παρά το μεγάλο υψόμετρο και τους δριμείς χειμώνες, η λίμνη δεν παγώνει, με εξαίρεση μια πολύ στενή λωρίδα της κοντά στις ακτές. Η θερμοκρασία στην επιφάνειά της φτάνει περίπου τους 20°C τον Ιούλιο και τον χειμώνα δεν πέφτει ποτέ κάτω από τους 2,7°C. Iσίκ Kιολ σημαίνει ζεστή θάλασσα και το μυστήριο της θερμοκρασίας του νερού της απασχόλησε πολλούς επιστήμονες που δεν κατόρθωσαν να προτείνουν πιο ικανοποιητική εξήγηση από την ύπαρξη θερμών πηγών στον πυθμένα της· σύμφωνα με την παράδοση, όμως, λέγεται ότι η λίμνη φτάνει σε απύθμενα βάθη και θερμαίνεται από το εσωτερικό της Γης.
Γύρω από τη λίμνη, παλαιές πόλεις που δημιουργήθηκαν από τους Ρώσους εποίκους της Σιβηρίας και της ευρωπαϊκής Ρωσίας τον 19ο αι. (π.χ. Mπαλικτσί και Kαρά Kολ) εξελίχθηκαν σε παραθεριστικά κέντρα και ο τουρισμός αποτελεί βασικό στόχο της νέας ανεξάρτητης δημοκρατίας. Αν και οι όχθες της λίμνης είναι διάστικτες από τα σανατόρια της σοβιετικής εποχής, η αισθητική και οικολογική ισορροπία της περιοχής, όπως εξάλλου και ολόκληρης της Κ., δεν έχουν αλλοιωθεί από τη σοβιετική εκβιομηχάνιση όσο στις άλλες δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας. Έως τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η περιοχή της λίμνης ήταν απαγορευμένη για τους ξένους καθώς γινόταν χρήση της από το σοβιετικό πολεμικό ναυτικό για ασκήσεις και δοκιμές τορπιλών υψηλής ακριβείας. Το πολεμικό ναυτικό της Κ., το οποίο είχε δημιουργηθεί κατά τη σοβιετική περίοδο και απαρτιζόταν από 40 σκάφη, βρίσκεται σήμερα παροπλισμένο στο Kόι Σάρι ή εξυπηρετεί τις μεταφορές και τις συγκοινωνίες της λίμνης. Υπάρχει επίσης αλιευτικός στολίσκος με βάση το Mπαλικτσί, καθώς η λίμνη είναι πλούσια σε ψάρια (κυπρίνους, αλλά κυρίως πέστροφες), τα οποία μεταφέρθηκαν εκεί από τη λίμνη Σεβάν της Αρμενίας πριν από μερικές δεκαετίες και αυξήθηκαν ανενόχλητα από φυσικούς εχθρούς.Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής προέρχονται από πολεμικές φυλές (Σκύθες) και εμφανίστηκαν τον 6ο αι. π.Χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος αντιμετώπισε σθεναρή αντίσταση από τους κατοίκους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Πολύ αργότερα η περιοχή κατακτήθηκε από τους Μογγόλους και τους Κινέζους. Οι πρόγονοι των σημερινών Kιργισίων προέρχονται από τη Σιβηρία και άρχισαν να μεταναστεύουν προς τον νότο υπό την πίεση των μογγολικών επιδρομών από τον 10ο έως τον 16ο αι. Τον 19ο αι. η Κ. εντάχθηκε στη Ρωσική αυτοκρατορία, ενώ παράλληλα πολλοί Ρώσοι μεταφέρθηκαν στην περιοχή. Στην Κ. το 52% του πληθυσμού αποτελείται από Kιργίσιους. Πάντως, οι μεγαλύτερες μειονότητες που ζουν στη χώρα εξακολουθούν να είναι αυτές των Ρώσων, των Ουζμπέκων στην κοιλάδα Φεργκανά και των Oυκρανών, Ουιγούρων, Κορεατών και Γερμανών. Μικρές μειονότητες Kιργισίων ζουν στις τρεις γειτονικές πρώην ομόσπονδες δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν, αλλά και στην Κίνα και στο Αφγανιστάν.Στη δεκαετία 1980-90 η δημογραφική αύξηση έφτανε το 2,3%, ενώ η μέση πυκνότητα το 2001 υπολογίστηκε περίπου σε 24 κατ. ανά τ. χλμ. Το προσδόκιμο ζωής στη χώρα ανέρχεται σε 63,5 χρόνια (67,9 για τις γυναίκες και 59,3 για τους άνδρες).Αρκετοί κάτοικοι διάγουν ημινομαδική ζωή, με χαρακτηριστικό τόπο διαμονής τα γιουρτς, τις σκηνές από χοντρό τσόχινο ύφασμα, ανθεκτικές στις αντίξοες καιρικές συνθήκες και στο πέρασμα του χρόνου. Πάντως στην εγκατάλειψη του παραδοσιακού νομαδικού τρόπου ζωής συνετέλεσαν τα σημαντικά έργα αξιοποίησης των ποτάμιων υδάτων, που επέτρεψαν τη μετατροπή εκτεταμένων ερημικών επιφανειών σε καλλιεργήσιμα εδάφη.Οι πόλεις κατοικούνται μόλις από το 33% του πληθυσμού και η χώρα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις λιγότερο αστικοποιημένες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Κυριότερες πόλεις είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1996, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): Μπισκέκ (πρώην Φρούνζε, 585.500) και Ος (220.500).Η οικονομία της Κ. είναι από τις πιο ασθενείς των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι λειτουργούσε σύμφωνα με το πρότυπο της σοβιετικής οικονομίας. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις μετά το 1991 (απελευθέρωση τιμών, φιλελευθεροποίηση αγοράς κ.ά.) δημιούργησαν εκτεταμένα προβλήματα και εκτίναξαν τον πληθωρισμό στα ύψη, ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% το 1992. Πάντως η χώρα διαθέτει εκπαιδευμένο προσωπικό, μεγάλη παραγωγή γεωργικών προϊόντων, χρυσό και υδροηλεκτρικούς σταθμούς.
Το 2001 το AEΠ ανήλθε σε 13.500 εκατ. δολάρια και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 2.800 δολάρια. Ο πληθωρισμός περιορίστηκε το 2001 στο 7% από 86% το 1994 και 1.500% το 1993, ενώ η επίσημη ανεργία υπολογίζεται σε 7% (1999).Η αγροτική οικονομία παράγει περίπου το 39% του ΑΕΠ και απασχολεί το 52% του ενεργού πληθυσμού. Η ιδιωτικοποίηση της γης ξεκίνησε μετά το 1991 και σήμερα καλύπτει περίπου το 75% των παλαιών συνεταιρισμών. Η γεωργική παραγωγή περιλαμβάνει σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, ντομάτες, ζαχαρότευτλα, πατάτες, λαχανικά, δημητριακά, καπνό κ.ά.Η κτηνοτροφία είναι επίσης ανεπτυγμένη και περιλαμβάνει άλογα, πρόβατα (9 εκατ.), αγελάδες (1 εκατ.), κατσίκες, χοίρους, πουλερικά κ.ά.Από την αρχαιότητα έως τη ρωσική κατάκτηση. Οι παλαιότεροι γνωστοί κάτοικοι της περιοχής του σημερινού Κ. ήταν οι Σάκα, πολεμική φυλή που εντάσσεται στην εθνική ομάδα των Σκυθών, ταφικά μνημεία των οποίων βρέθηκαν στη λίμνη Iσίκ Kιολ. Από τον 6ο έως τον 10ο αι. η περιοχή περιήλθε στην κυριαρχία διαφόρων τουρκικών φυλών και από τον 10ο έως τον 12ο αι. επικράτησε ο πολιτισμός των Kαραχανιδών Tούρκων, που εισήγαγαν στην κεντρική Ασία τον ισλαμισμό.
Οι πρόγονοι των σημερινών Κιργισίων ήταν εγκατεστημένοι στη Σιβηρία, στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού Γενισέι, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αι., οπότε άρχισαν να μεταναστεύουν προς τον νότο, υπό την πίεση των μογγολικών επιδρομών. Η επικράτηση του Tζένγκις Xαν κατά τον 13ο αι. επέσπευσε τη μετακίνησή τους προς τον νότο και την εγκατάστασή τους στην περιοχή του Tιέν Σαν, την οποία κληρονόμησε, μετά τον θάνατο του μεγάλου κατακτητή, ο δευτερότοκος γιος του, Σαγκατάι. Το 1658 η εισβολή του πολεμικού φύλου των Μογγόλων Oϊράτ απώθησε τους Κιργισίους στην κοιλάδα Φεργκανά και στις περιοχές των Παμίρ Aλάι, όπου σήμερα βρίσκεται το Τατζικιστάν. Όταν το 1758 οι Κινέζοι Mαντσού νίκησαν τους Oϊράτ, οι Kιργίσιοι πέρασαν τυπικά υπό τον έλεγχό τους, αλλά ουσιαστικά συνέχισαν χωρίς παρεμβάσεις τον ανεξάρτητο νομαδικό τρόπο ζωής. Στις αρχές του 19ου αι. η Κ. βρέθηκε υπό την κυριαρχία του χανάτου Kοκάντ και στη συνέχεια ενσωματώθηκε ως τμήμα του στη Ρωσική αυτοκρατορία.
Η αντίδραση στον εκρωσισμό. Η κατάργηση της δουλείας στη Ρωσία (1861) και η παραχώρηση κιργισικών εδαφών στους εποίκους Ρώσους χωρικούς δυσαρέστησε τον τοπικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα της μεγάλης εξέγερσης του 1916 κατά της επιστράτευσης που είχε κηρύξει ο τσάρος για την ενίσχυση των μετόπισθεν του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, η οποία κατεστάλη άγρια από τα ρωσικά στρατεύματα και ανάγκασε πολλούς Kιργισίους να καταφύγουν στην Κίνα. Ύστερα από την Οκτωβριανή επανάσταση (1917) στη Ρωσία, ο εμφύλιος μεταφέρθηκε και στην Κ., όπου ομάδες ένοπλων Kιργισίων, οι μπασμάτσι, συμπαρατάχθηκαν με τους Λευκοφρουρούς και τους αντι-Mπολσεβίκους και πολέμησαν εναντίον του Ερυθρού Στρατού έως ότου ηττήθηκαν (1919). Το 1918 ανακηρύχθηκε, στο πλαίσιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η Αυτόνομη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Τουρκεστάν, η οποία περιέλαβε και την Κ. Έπειτα από έξι χρόνια (1924) δημιουργήθηκε η Αυτόνομη Περιοχή της Kαρά-Κ. (Κ. από το 1925), το 1926 ανακηρύχθηκε η Αυτόνομη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κ. και το 1936, όταν η χώρα αποτέλεσε μέλος της EΣΣΔ, μετονομάστηκε σε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κ.
Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1920 οδήγησαν πολλούς νομάδες σε μόνιμη εγκατάσταση, αλλά η κολεκτιβοποίηση της δεκαετίας του 1930 συνάντησε μεγάλη αντίσταση και αναβίωση της δράσης των μπασμάτσι. Η εξέγερση των μπασμάτσι κατεστάλη, όπως κατεστάλησαν με τους σταλινικούς διωγμούς των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 1930 και οι προσπάθειες των αυτοαποκαλούμενων «πατριωτών κομουνιστών» –επιφανών μελών του Κομουνιστικού Κόμματος– να προάγουν Kιργισίους στον κυβερνητικό μηχανισμό. Η αντίσταση στον εκρωσισμό συνεχίστηκε και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου· η δολοφονία, μάλιστα, το 1980, του πρωθυπουργού Σουλτάν Iμπραΐμοφ αποδόθηκε στις αυτονομιστικές του τάσεις.
Η ανεξαρτησία και ο εκδημοκρατισμός. Η άνοδος του Γκορμπατσόφ στην εξουσία το 1985 και η ρωσική περεστρόικα είχαν άμεσο αντίκτυπο στην Κ., όπου δημιουργήθηκαν κοινωνικά κινήματα για τους ανέργους και τους άστεγους που προχώρησαν έως και σε καταλήψεις ελεύθερων χώρων και οικοδόμηση σπιτιών. Με αφορμή το στεγαστικό πρόβλημα, δημιουργήθηκε στις αρχές του 1990 μεγάλη ένταση στον θύλακο του Ος, ο οποίος, μολονότι διέθετε συντριπτική πλειοψηφία Ουζμπέκων, είχε ενσωματωθεί στην Κ. το 1924. Η κεντρική εξουσία έχασε τον έλεγχο στο Oς και στις συγκρούσεις μεταξύ των Kιργισίων και των Oυζμπέκων, που διήρκεσαν έως τον Αύγουστο του 1990, σκοτώθηκαν τουλάχιστον 300 άνθρωποι. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1990 τη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών της βουλής κατέλαβαν οι κομουνιστές. Αλλά οι ταραχές που είχαν μεσολαβήσει στο Oς είχαν πλήξει την αξιοπιστία τους και έτσι ο πρώτος γραμματέας του ΚΚ και πρόεδρος της βουλής, Aμπσαμάτ Mασάλιγεφ, δεν κατόρθωσε να κερδίσει την ψηφοφορία για τη νεοσυσταθείσα θέση του προέδρου της Δημοκρατίας. Ως συμβιβαστική λύση προτάθηκε από τη συσπειρωμένη στο Δημοκρατικό Κίνημα της Κ. αντιπολίτευση ο μετριοπαθής πρόεδρος της Ακαδημίας των Επιστημών, φυσικός Άσκαρ Aκάγεφ, ο οποίος αναδείχθηκε πρόεδρος τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Τον Δεκέμβριο η χώρα μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Κ. και η πρωτεύουσα σε Mπισκέκ (από Φρούνζε, που ήταν το όνομα ενός Ρώσου στρατηγού του Ερυθρού Στρατού των μπολσεβίκων).
Από τότε, και παρά τις αντιδράσεις του κομουνιστικού μηχανισμού, των δυνάμεων ασφαλείας και των εθνικιστών της χώρας, ο Aκάγεφ ξεκίνησε έναν σθεναρό αγώνα για την αναδιάρθρωση του διοικητικού μηχανισμού, την εφαρμογή φιλόδοξων πολιτικών μεταρρυθμίσεων και τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς. Παρά την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, οι προσπάθειές του ενισχύθηκαν από τη Δύση και έως το τέλος του 1996 είχαν αποφέρει στην Κ. τριπλάσια κατά κεφαλήν οικονομική βοήθεια από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ).
Ο Ακάγεφ κινδύνευσε να ανατραπεί όταν ανακοινώθηκε, προς στιγμήν, ότι το πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 είχε επικρατήσει στη Μόσχα. Ωστόσο εκφράστηκε ανοιχτά εναντίον των πραξικοπηματιών και παραιτήθηκε αμέσως από το KK, το οποίο στη συνέχεια διαλύθηκε. Στις 31 Αυγούστου η χώρα κήρυξε την ανεξαρτησία της από την EΣΣΔ και τον Οκτώβριο ο Aκάγεφ επανεξελέγη πρόεδρος συγκεντρώνοντας το 95% των ψήφων.
Στον διεθνή χώρο, η Κ. ανέπτυξε σχέσεις με αραβικές και άλλες μουσουλμανικές χώρες, κυρίως με την Τουρκία, με την οποία, μαζί με τις υπόλοιπες τουρκόφωνες κεντροασιατικές χώρες είχαν προγραμματίσει τρεις διασκέψεις κορυφής (1992, 1994 και 1995). Τον Δεκέμβριο του 1991 η Κ. έγινε μέλος της ΚΑΚ και το 1993 συνυπέγραψε σύμφωνο συνεργασίας με έξι από τις χώρες της Κοινοπολιτείας και μετείχε στις ειρηνευτικές προσπάθειες που κατέβαλε η ΚΑΚ στο Τατζικιστάν. Τον Απρίλιο του 1996 συνυπέγραψε συμφωνία με την Κίνα μαζί με τη Ρωσία, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν, με στόχο την εξάλειψη των μεταξύ τους συνοριακών εντάσεων. Τον Οκτώβριο του 1996, όταν οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την εξουσία στην Καμπούλ και σε μεγάλο μέρος του Αφγανιστάν, η Κ. και οι άλλες γειτονικές κεντροασιατικές δημοκρατίες αποφάσισαν, σε έκτακτη σύνοδο, να μην παρέμβουν εάν δεν απειληθούν, καλώντας παράλληλα τον ΟΗΕ να μεσολαβήσει στη σύγκρουση.
Τον Μάιο του 1993 ψηφίστηκε νέο σύνταγμα, που προέβλεπε κοινοβουλευτική διακυβέρνηση της χώρας με τον πρωθυπουργό επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας (ενώ έως τότε ανώτατο όργανο ήταν ο πρόεδρος). Ύστερα από μια σειρά κυβερνητικών ανασχηματισμών με στόχο την αντιμετώπιση των σκανδάλων διαφθοράς και την προάσπιση των δικαιωμάτων των διαφόρων εθνοτήτων, ώστε να ανακοπεί η φυγή τους από τη χώρα, ο Aκάγεφ προκήρυξε δημοψήφισμα (αρχές του 1994) για την ανανέωση της εμπιστοσύνης στην προεδρία, στο οποίο υπερψηφίστηκε από το 96,2% των ψηφοφόρων. Σε δημοψήφισμα προσέφυγε πάλι τον Οκτώβριο του 1994, προκειμένου να νομιμοποιήσει την αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων και να υπερκεράσει το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο που παρέλυε το έργο της κυβέρνησης, το οποίο κέρδισε πάλι με το 70% των ψήφων. Το 1993, όταν εισήχθη απροειδοποίητα στην Κ. το νέο νόμισμα σομ, με το οποίο τερματιζόταν η σύνδεση με τη ζώνη του ρουβλίου, δημιουργήθηκαν προστριβές με το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Οι σχέσεις των τριών δημοκρατιών αποκαταστάθηκαν με τη σύναψη συμφωνίας στενής οικονομικής συνεργασίας (Ιανουάριος 1994) και την ίδρυση διακρατικού συμβουλίου για την οικονομική ολοκλήρωση τον Φεβρουάριο του 1995. Η οικονομική ανάκαμψη της χώρας επισημάνθηκε σε έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 1995, η οποία έθετε την Κ. επικεφαλής της πορείας των χωρών της KAK προς την οικονομία της αγοράς.
Ωστόσο, η κρίση στις σχέσεις μεταξύ κοινοβουλίου και κυβέρνησης συνεχίστηκε και μετά την εκλογή της νέας βουλής (εκλογές Φεβρουαρίου 1995), η οποία στην προσπάθεια να διασφαλίσει τη δική της εξουσία εξακολούθησε να δημιουργεί προσκόμματα στο κυβερνητικό έργο. Στις προεδρικές εκλογές που διενεργήθηκαν τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου επικράτησε πάλι ο Aκάγεφ με το 60% των ψήφων, ενώ ο κύριος αντίπαλός του, Mασαλίγεφ, που υποστηριζόταν από τους κομουνιστές, συγκέντρωσε μόνο το 20%. Τον Φεβρουάριο του 1996 οι εκλογείς επανήλθαν στις κάλπες, αυτή τη φορά για ένα νέο δημοψήφισμα που προκήρυξε ο Aκάγεφ, προκειμένου να επιτύχει την αναθεώρηση άρθρων του συντάγματος, τα οποία θα διασφάλιζαν την πρωτοβουλία της προεδρίας σε όλο το νομοθετικό έργο και θα της έδιναν την πρωτοβουλία στην επιλογή μελών της κυβέρνησης, με εξαίρεση τον πρωθυπουργό. Το αποτέλεσμα ήταν για μία ακόμα φορά θετικό για την προεδρία και ο Aκάγεφ, έχοντας συγκεντρώσει το 94,5% των ψήφων, προχώρησε σε ανασχηματισμό, τοποθετώντας στην κυβέρνηση πρόσωπα της επιλογής και της εμπιστοσύνης του.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 2000 το Κομουνιστικό Κόμμα απέσπασε το μεγαλύτερο ποσοστό (27%). Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς η ρωσική γλώσσα αναγνωρίστηκε ως δεύτερη επίσημη της χώρας ενώ δόθηκε και δικαίωμα διπλής υπηκοότητας προκειμένου να αποτραπεί η φυγή των Ρώσων εργαζομένων από την Κ. Έπειτα από τρεις μήνες εντάθηκαν οι συγκρούσεις με αντάρτες του Ισλαμικού Κινήματος του Ουζμπεκιστάν στα σύνορα με τη χώρα τους.
Τον Οκτώβριο του 2000 ο Ακάγιεφ επανεξελέγη για άλλη μια πενταετή θητεία με το 74% των ψήφων, ποσοστό που αμφισβήτησε η αντιπολίτευση αλλά και διεθνείς παρατηρητές.
Ο Άσκαρ Ακάγεφ επανεξελέγη τον Οκτώβριο του 2000 πρόεδρος της Κιργισίας (φωτ. ΑΠΕ).
Τον Δεκέμβριο του 1991 η Κιργισία έγινε μέλος της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ)? στη φωτογραφία, οι ηγέτες των χωρών της ΚΑΚ μετά το τέλος της συνόδου που πραγματοποιήθηκε το 2002 στη Μολδαβία (φωτ. ΑΠΕ).
Χαρτονόμισμα των 100 σομ Κιργισίας, που εκδόθηκε το 2002.
Μνημείο του ιδρυτή της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, απέναντι από ένα τεράστιο πορτρέτο του Κιργίσιου προέδρου Άσκαρ Ακάγεφ, στην κεντρική πλατεία της πόλης Ος.
Μερική άποψη της λίμνης Ισίκ Κιολ, της μεγαλύτερης της Κιργισίας, σε υψόμετρο 1.609 μ.
Άποψη του ορεινού συστήματος Τιεν Σαν, που διατρέχει ολόκληρη την Κιργισία. Μεταξύ των οροσειρών διανοίγονται βαθιά τεκτονικά βυθίσματα? σε ένα από αυτά, την αρκετά γόνιμη κοιλάδα της Φεργκάνα, είναι συγκεντρωμένο μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Φωτογραφία της λίμνης Ισίκ Κιολ από δορυφόρο της NAΣA, τον Σεπτέμβριο του 1992 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936-90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)
Dictionary of Greek. 2013.